σχέδος

σχέδος
-ους, τὸ, Μ [σχέδη]
1. το τμήμα τής γραμματικής που έχει ως αντικείμενο τον διαχωρισμό τών λέξεων μεταξύ τους
2. κείμενο ή βιβλίο πρακτικής διδασκαλίας τής γραμματικής τεχνολογημένο σύμφωνα με τη σχεδογραφική μέθοδο, στο οποίο οι γραμματικές αναλύσεις και παρατηρήσεις είναι γραμμένες πάνω από τις σχετικές λέξεις
3. αίνιγμα
4. πιθ. σελίδα από πάπυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχέδος — riddle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέδεσι — σχέδος riddle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέδους — σχέδος riddle neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέδη — leaf fem nom/voc sg (attic epic ionic) σχέδος riddle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σχέδος riddle neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδογραφία — η, ΝΜ μέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική,… …   Dictionary of Greek

  • σχεδίων — σχέδιος near fem gen pl σχέδιος near masc/neut gen pl σχέδος riddle neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδῶν — σχέδη leaf fem gen pl σχέδος riddle neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέδην — σχέδη leaf fem acc sg (attic epic ionic) σχέδην gently indeclform (adverb) σχέδος riddle neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχέδιος — near masc nom sg σχέδος riddle neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”